Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίδερις — ἐπίδερις και ἐπίδερρις, ἡ (Α) κλειτορίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δέρρις (< δέρω «γδέρνω») «δέρμα»] … Dictionary of Greek
επιδορίς — ἐπιδορίς, ἡ (Α) η επίδερις … Dictionary of Greek